λυρόμορφος

λυρόμορφος
-η, -ο
αυτός που έχει τη μορφή ή το σχήμα κιθάρας («λυρόμορφο όργανο» — δομή που παρατηρείται στις αράχνες και έχει σχήμα λύρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -μορφος (< μορφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”